ὀχλῶ — ὀχλάζω to be in a tumult fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀχλέω move pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀχλέω move pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλῳ — ὄχλος crowd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλωι — ὄχλῳ , ὄχλος crowd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
народъ — НАРОД|Ъ (286), А с. 1.Народ, люди: и видѣвъ многь народъ въпроси чьто творѧть тѹ. ЖФП XII, 60г; и пришьдъ обрѣтъ народъ многъ. ЧудН ХII, 66в; и пакы не могѹ с тобою бытi ѥдинъ. народъ хощю видѣти. ПрЛ XIII, 14а; ты ѥси наставникъ народомъ. СбЯр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αόχλητος — ἀόχλητος, ον (Α) [οχλώ] αυτός που δεν ενοχλείται, ήσυχος … Dictionary of Greek
διοχλώ — διοχλῶ ( έω) (Α) [οχλώ] ενοχλώ υπερβολικά … Dictionary of Greek
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] … Dictionary of Greek